- ελάφρωση
- [-ις (-εως)] η1) прям. , перен. облегчение; 2) смягчение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελάφρωση — και αλάφρωση, η (Μ ἐλάφρωσις) ελάττωση, μείωση νεοελλ. απαλλαγή του άγχος από το μετριασμός τής λύπης … Dictionary of Greek
ελάφρωση — η η ελάφρυνση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλάφρωση — και σιά, η η ελάφρωση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ἐλάφρωσις] … Dictionary of Greek